- διακελευσμος
- διακελευσμόςδια-κελευσμόςὅ увещевание, побуждение
(πολλῇ κραυγῇ καὴ διακελευσμῷ χρώμενοι Thuc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πολλῇ κραυγῇ καὴ διακελευσμῷ χρώμενοι Thuc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
διακελευσμός — διακελευσμός, ο (Α) [διακελεύομαι] προτροπή, παρόρμηση … Dictionary of Greek
διακελευσμῷ — διακελευσμός exhortation masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)